Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δανειοδοτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δανειοδοτημέν
ος
η
δανειοδοτημέν
η
το
δανειοδοτημέν
ο
γενική
του
δανειοδοτημέν
ου
της
δανειοδοτημέν
ης
του
δανειοδοτημέν
ου
αιτιατική
τον
δανειοδοτημέν
ο
τη
δανειοδοτημέν
η
το
δανειοδοτημέν
ο
κλητική
δανειοδοτημέν
ε
δανειοδοτημέν
η
δανειοδοτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δανειοδοτημέν
οι
οι
δανειοδοτημέν
ες
τα
δανειοδοτημέν
α
γενική
των
δανειοδοτημέν
ων
των
δανειοδοτημέν
ων
των
δανειοδοτημέν
ων
αιτιατική
τους
δανειοδοτημέν
ους
τις
δανειοδοτημέν
ες
τα
δανειοδοτημέν
α
κλητική
δανειοδοτημέν
οι
δανειοδοτημέν
ες
δανειοδοτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
δανειοδοτημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δανειοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δανειοδοτημένος