δανακιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δανακιώτικος < Δανακιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
δανακιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τον Δανακό, χωριό της Νάξου
Μεταφράσεις επεξεργασία
δανακιώτικος
|
δανακιώτικος, -η, -ο
|