Δανακιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.naˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐να‐κιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δανακιώτης αρσενικό (θηλυκό Δανακιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από τον Δανακό.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δανακιώτης
|