↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακτυλικός η δακτυλική το δακτυλικό
      γενική του δακτυλικού της δακτυλικής του δακτυλικού
    αιτιατική τον δακτυλικό τη δακτυλική το δακτυλικό
     κλητική δακτυλικέ δακτυλική δακτυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακτυλικοί οι δακτυλικές τα δακτυλικά
      γενική των δακτυλικών των δακτυλικών των δακτυλικών
    αιτιατική τους δακτυλικούς τις δακτυλικές τα δακτυλικά
     κλητική δακτυλικοί δακτυλικές δακτυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δακτυλικός < δάκτυλος

  Επίθετο

επεξεργασία

δακτυλικός -ή -ό

  1. σχετικός με το δάχτυλο
    δακτυλικά αποτυπώματα
  2. που γίνεται με το δάχτυλο
    ο καρκίνος του προστάτη διαγιγνώσκεται με δακτυλική εξέταση
  3. για το ποιητικό μέτρο που αποτελείται από δακτύλους
    τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία