Δείτε επίσης: δακτυλίδι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δακτυλίδιον τὰ δακτυλίδι
      γενική τοῦ δακτυλιδίου τῶν δακτυλιδίων
      δοτική τῷ δακτυλιδί τοῖς δακτυλιδίοις
    αιτιατική τὸ δακτυλίδιον τὰ δακτυλίδι
     κλητική ! δακτυλίδιον δακτυλίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δακτυλιδίω
γεν-δοτ τοῖν  δακτυλιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δακτυλίδιον < δάκτυλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δακτυλίδιον ουδέτερο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δακτυλίδιον (ελληνιστική κοινή) < δακτύλ(ιος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δακτυλίδιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (υποκοριστικό) το δαχτυλίδι
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ, 21.10
    καὶ ἀναθεὶς δακτυλίδιον χαλκοῦν ἐν τῷ Ἀσκληπιείῳ τοῦτο ἐκτρίβειν, στεφανοῦν, ἀλείφειν ὁσημέραι.
    Αν αφιερώσει κανένα χάλκινο δαχτυλάκι στο ιερό του Ασκληπιού, το γυαλίζει, το στεφανώνει και το λαδώνει κάθε μέρα.
    Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τη Δήλο. IG XI,2 158, face A., στ. 6. @epigraphy.packhum.org
    πτολεμαϊκὰ τετράδραχμα δύο καὶ ἀρβυλικοὺς ὀβολοὺς δύο καὶ δακτυλίδιον διάλιθον.
    ※  2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τη Δήλο. ID 1429, face B, col. II, στ. 20 και 22 (20-22). @epigraphy.packhum.org
    ψήγματα ἀργυρᾶ καὶ δακτυλίδια καὶ ἀπὸ φιάλης
    κάλχη καὶ δραχμὴ χία καὶ [δρ]αχ[μὴ] ῥοδία ὧν ὁλκὴ ΔΔΔ· δα-
    κτυλίδια σιδηρᾶ ΔΙΙ·

Άλλες μορφές

επεξεργασία