δακτυλίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δακτυλίδιον | τὰ | δακτυλίδιᾰ |
γενική | τοῦ | δακτυλιδίου | τῶν | δακτυλιδίων |
δοτική | τῷ | δακτυλιδίῳ | τοῖς | δακτυλιδίοις |
αιτιατική | τὸ | δακτυλίδιον | τὰ | δακτυλίδιᾰ |
κλητική ὦ! | δακτυλίδιον | δακτυλίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δακτυλιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δακτυλιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- δακτυλίδιον < δάκτυλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλίδιον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) το (μικρό) δάχτυλο, το δαχτυλάκι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 417 (416-419)
- «ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς | τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν, | ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας | ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
- «Το λουρί του σανταλιού | της κυράς μου της κόβει το μικρό | δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι. | Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις, να φαρδύνει».
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- «ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς | τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν, | ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας | ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 417 (416-419)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- δακτυλίδιον (ελληνιστική κοινή) < δακτύλ(ιος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλίδιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό) το δαχτυλίδι
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ, 21.10
- καὶ ἀναθεὶς δακτυλίδιον χαλκοῦν ἐν τῷ Ἀσκληπιείῳ τοῦτο ἐκτρίβειν, στεφανοῦν, ἀλείφειν ὁσημέραι.
- Αν αφιερώσει κανένα χάλκινο δαχτυλάκι στο ιερό του Ασκληπιού, το γυαλίζει, το στεφανώνει και το λαδώνει κάθε μέρα.
- Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- καὶ ἀναθεὶς δακτυλίδιον χαλκοῦν ἐν τῷ Ἀσκληπιείῳ τοῦτο ἐκτρίβειν, στεφανοῦν, ἀλείφειν ὁσημέραι.
- ※ 3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τη Δήλο. IG XI,2 158, face A., στ. 6. @epigraphy.packhum.org
- πτολεμαϊκὰ τετράδραχμα δύο καὶ ἀρβυλικοὺς ὀβολοὺς δύο καὶ δακτυλίδιον διάλιθον.
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τη Δήλο. ID 1429, face B, col. II, στ. 20 και 22 (20-22). @epigraphy.packhum.org
- ψήγματα ἀργυρᾶ καὶ δακτυλίδια καὶ ἀπὸ φιάλης
κάλχη καὶ δραχμὴ χία καὶ [δρ]αχ[μὴ] ῥοδία ὧν ὁλκὴ ΔΔΔ· δα-
κτυλίδια σιδηρᾶ ΔΙΙ·
- ψήγματα ἀργυρᾶ καὶ δακτυλίδια καὶ ἀπὸ φιάλης
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ, 21.10
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δακτυλίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.