δακτυλίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δακτυλίδι | τα | δακτυλίδια |
γενική | του | δακτυλιδιού | των | δακτυλιδιών |
αιτιατική | το | δακτυλίδι | τα | δακτυλίδια |
κλητική | δακτυλίδι | δακτυλίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλίδι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη δαχτυλίδι