δαιμονοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | δαιμονοφόρος | το | δαιμονοφόρο | ||
γενική | του/της | δαιμονοφόρου | του | δαιμονοφόρου | ||
αιτιατική | τον/τη | δαιμονοφόρο | το | δαιμονοφόρο | ||
κλητική | δαιμονοφόρε | δαιμονοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | δαιμονοφόροι | τα | δαιμονοφόρα | ||
γενική | των | δαιμονοφόρων | των | δαιμονοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | δαιμονοφόρους | τα | δαιμονοφόρα | ||
κλητική | δαιμονοφόροι | δαιμονοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαιμονοφόρος < δαίμον(ος) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίαδαιμονοφόρος, -ος, -ο
- αυτός που φέρει τον δαίμονα
- ※ Βενέδικτος, Λέων καὶ μετ᾿αὐτοὺς ὁ δαιμονοφόρος Χριστοφόρος καὶ Σέργιος ὁ τοῦ διαβόλου ἐργάτης, οἳ καὶ ἐν τοῖς χρόνοις ὑπῆρξαν...[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαιμονοφόρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Luigi Silvano, "How, Why and When the Italians Were Separated from the Orthodox Christians: A Mid-Byzantine Account on the Origins of the Schism and its reception in the 13th-16th Centuries, σελίδα 148 στο Réduire le schisme ?, éd. M.-H. Blanchet et F. Gabriel (Centre de recherche d’histoire et civilisation de Byzance, Monographies 39), Paris 2013, από το Opusculum de origine schismatis no. III, 14, γραμμή 198