↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαιμονοπαρμένος η δαιμονοπαρμένη το δαιμονοπαρμένο
      γενική του δαιμονοπαρμένου της δαιμονοπαρμένης του δαιμονοπαρμένου
    αιτιατική τον δαιμονοπαρμένο τη δαιμονοπαρμένη το δαιμονοπαρμένο
     κλητική δαιμονοπαρμένε δαιμονοπαρμένη δαιμονοπαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαιμονοπαρμένοι οι δαιμονοπαρμένες τα δαιμονοπαρμένα
      γενική των δαιμονοπαρμένων των δαιμονοπαρμένων των δαιμονοπαρμένων
    αιτιατική τους δαιμονοπαρμένους τις δαιμονοπαρμένες τα δαιμονοπαρμένα
     κλητική δαιμονοπαρμένοι δαιμονοπαρμένες δαιμονοπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δαιμονοπαρμένος < δαίμονας + παρμένος

δαιμονοπαρμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία