πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκρανο τα δίκρανα
      γενική του δίκρανου των δίκρανων
    αιτιατική το δίκρανο τα δίκρανα
     κλητική δίκρανο δίκρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίκρανο ουδέτερο

  • (εργαλείο) διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών
      Ἄλλα καυδιανὰ δίκρανα γιὰ τὸ ποιητικό μου μέλλον. (Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, 1980)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία