↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκρανο τα δίκρανα
      γενική του δίκρανου των δίκρανων
    αιτιατική το δίκρανο τα δίκρανα
     κλητική δίκρανο δίκρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίκρανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικράνιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δίκρανον < αρχαία ελληνική δίκρανος με δύο (δίς, δί- κεφαλές [1] (< κράνος <κάρα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.kɾa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐κρα‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίκρανο ουδέτερο

  • (εργαλείο) διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών
    ※  Ἄλλα καυδιανὰ δίκρανα γιὰ τὸ ποιητικό μου μέλλον. (Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, 1980)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία