δάπεδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δᾰπεδο- | |||||
ονομαστική | τὸ | δάπεδον | τὰ | δάπεδᾰ | |
γενική | τοῦ | δαπέδου | τῶν | δαπέδων | |
δοτική | τῷ | δαπέδῳ | τοῖς | δαπέδοις | |
αιτιατική | τὸ | δάπεδον | τὰ | δάπεδᾰ | |
κλητική ὦ! | δάπεδον | δάπεδᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαπέδω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δαπέδοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δάπεδον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδάπεδον ουδέτερο
- επίπεδη επιφάνεια, δάπεδο όπως το πάτωμα δωματίου, το κατάστρωμα πλοίου
- έδαφος
- (γενικότερα) χώρα, τόπος
- (ειδικότερα, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη δάπεδα (πεδιάδες)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πέδον
Πηγές
επεξεργασία- δάπεδον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάπεδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.