Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γήπεδον < γῆ κα πεδίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γήπεδον ουδέτερο (και γεωπέδιον)

  • έκταση γης, τμήμα γης