γόρδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γόρδιος | η | γόρδια | το | γόρδιο |
γενική | του | γόρδιου | της | γόρδιας | του | γόρδιου |
αιτιατική | τον | γόρδιο | τη | γόρδια | το | γόρδιο |
κλητική | γόρδιε | γόρδια | γόρδιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γόρδιοι | οι | γόρδιες | τα | γόρδια |
γενική | των | γόρδιων | των | γόρδιων | των | γόρδιων |
αιτιατική | τους | γόρδιους | τις | γόρδιες | τα | γόρδια |
κλητική | γόρδιοι | γόρδιες | γόρδια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γόρδιος < (ελληνιστική κοινή) Γόρδιον < Γόρδιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣoɾ.ði.os/
Επίθετο
επεξεργασίαγόρδιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τη φρυγική πόλη Γόρδιο ή τον βασιλιά και ιδρυτή του φρυγικού κράτους Γόρδιο ή αναφέρεται σ’ αυτά