γυρίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυρίνος | οι | γυρίνοι |
γενική | του | γυρίνου | των | γυρίνων |
αιτιατική | τον | γυρίνο | τους | γυρίνους |
κλητική | γυρίνε | γυρίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυρίνος < αρχαία ελληνική γυρῖνος < γυρός (ίσως επειδή είναι στρογγυλό το σχήμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυρίνος αρσενικό
- (ζωολογία) το νεογνό βατραχάκι που δεν έχει ακόμα πόδια
- Πρόσφατα εντοπίστηκε στην Ινδονησία ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος βατράχου. Το Limnonectes larvaepartus αρχικά ξεχώρισε και εντυπωσίασε τους ειδικούς με τα μεγάλα δόντια του όμως η μελέτη του αποδεικνύει ότι είναι το πιο ξεχωριστό από τα 6,455 είδη βατράχων του πλανήτη. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο είδος δεν γεννά αβγά όπως όλα τα υπόλοιπα είδη αλλά γεννά κατευθείαν γυρίνους. (*)