Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνασιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γυμνασιακ
ός
η
γυμνασιακ
ή
το
γυμνασιακ
ό
γενική
του
γυμνασιακ
ού
της
γυμνασιακ
ής
του
γυμνασιακ
ού
αιτιατική
τον
γυμνασιακ
ό
τη
γυμνασιακ
ή
το
γυμνασιακ
ό
κλητική
γυμνασιακ
έ
γυμνασιακ
ή
γυμνασιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γυμνασιακ
οί
οι
γυμνασιακ
ές
τα
γυμνασιακ
ά
γενική
των
γυμνασιακ
ών
των
γυμνασιακ
ών
των
γυμνασιακ
ών
αιτιατική
τους
γυμνασιακ
ούς
τις
γυμνασιακ
ές
τα
γυμνασιακ
ά
κλητική
γυμνασιακ
οί
γυμνασιακ
ές
γυμνασιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνασιακός
<
γυμνάσιον
Επίθετο
επεξεργασία
γυμνασιακός
που αναφέρεται σε ή συσχετίζεται με το
γυμνάσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνασιακός