γυμνασιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγυμνασιακά < γυμνασιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαγυμνασιακά
- σε σχέση με το γυμνάσιο, όσον αφορά το γυμνάσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυμνασιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγυμνασιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γυμνασιακό