γραφιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- γραφιστικός < γραφιστική + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία- ο σχετικός με γραφιστική, γραφίστικος
- Με χρεώνεις πολύ και μου καθυστερείς το περιοδικό, κόψε τα γραφίστικα τερτίπια.
- εσφαλμένα ο γραφικός
- - Εάν επιθυμείς βελτίωση στην "γραφιστική επιφάνεια" απευθύνσου σε "γραφιστικίστα", εγώ είμαι γραφίστας κι ασχολούμαι μόνο με γραφικές επιφάνειες (σαρκασμός).
- - Πάλι σε θίξαμε; Όντως γίνεσαι γραφικός! (σαρκαστική απάντηση συνδεόμενη με την προηγούμενη φράση).