γραμμογραφημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραμμογραφημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γραμμογραφώ
Μετοχή επεξεργασία
γραμμογραφημένος
- που έχει γραμμογραφηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις γραμμογραφώ και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραμμογραφημένος
|