γρέζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γρέζι | τα | γρέζια |
γενική | του | γρεζιού | των | γρεζιών |
αιτιατική | το | γρέζι | τα | γρέζια |
κλητική | γρέζι | γρέζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγρέζι ουδέτερο
- ανωμαλία που προέκυψε στην επιφάνεια ενός αντικειμένου κατά την κοπή του, συνήθως μεταλλικού
- μικροσκοπικό θραύσμα από αντικείμενο που κόπηκε
- ※ Ένα πρωί , πάνω που είχαμε πιάσει δουλειά , ήμουνα στον τόρνο , πετάχτηκε ένα γρέζι και μ ' έκοψε εδώ , στη μύτη . Τίποτα δεν ήτανε , έσταξε μια σταγόνα αίμα . (Αμανιτα μουσκαρια: μυθιστόρημα, Παύλος Μεθενίτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 162 [1])
- (μεταφορικά) τραχύς ήχος (σε φωνή, μουσικό όργανο, χειρισμό χροιάς κτλ)
- ※ «Ομολόγησε;» ρώτησε με ένα γρέζι στη φωνή (Σώσε με, Δημήτρης Σίμος - 2020 [2])