Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρέζι τα γρέζια
      γενική του γρεζιού των γρεζιών
    αιτιατική το γρέζι τα γρέζια
     κλητική γρέζι γρέζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρέζι < ιταλική greggio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρέζι ουδέτερο

  1. ανωμαλία που προέκυψε στην επιφάνεια ενός αντικειμένου κατά την κοπή του, συνήθως μεταλλικού
  2. μικροσκοπικό θραύσμα από αντικείμενο που κόπηκε
    ※  Ένα πρωί , πάνω που είχαμε πιάσει δουλειά , ήμουνα στον τόρνο , πετάχτηκε ένα γρέζι και μ ' έκοψε εδώ , στη μύτη . Τίποτα δεν ήτανε , έσταξε μια σταγόνα αίμα . (Αμανιτα μουσκαρια: μυθιστόρημα, Παύλος Μεθενίτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 162 [1])
  3. (μεταφορικά) τραχύς ήχος (σε φωνή, μουσικό όργανο, χειρισμό χροιάς κτλ)
    ※  «Ομολόγησε;» ρώτησε με ένα γρέζι στη φωνή (Σώσε με, Δημήτρης Σίμος - 2020 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία