Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γουρμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γουρμασμέν
ος
η
γουρμασμέν
η
το
γουρμασμέν
ο
γενική
του
γουρμασμέν
ου
της
γουρμασμέν
ης
του
γουρμασμέν
ου
αιτιατική
τον
γουρμασμέν
ο
τη
γουρμασμέν
η
το
γουρμασμέν
ο
κλητική
γουρμασμέν
ε
γουρμασμέν
η
γουρμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γουρμασμέν
οι
οι
γουρμασμέν
ες
τα
γουρμασμέν
α
γενική
των
γουρμασμέν
ων
των
γουρμασμέν
ων
των
γουρμασμέν
ων
αιτιατική
τους
γουρμασμέν
ους
τις
γουρμασμέν
ες
τα
γουρμασμέν
α
κλητική
γουρμασμέν
οι
γουρμασμέν
ες
γουρμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γουρμασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γουρμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γουρμασμένος