↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοργοκίνητος η γοργοκίνητη το γοργοκίνητο
      γενική του γοργοκίνητου της γοργοκίνητης του γοργοκίνητου
    αιτιατική τον γοργοκίνητο τη γοργοκίνητη το γοργοκίνητο
     κλητική γοργοκίνητε γοργοκίνητη γοργοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοργοκίνητοι οι γοργοκίνητες τα γοργοκίνητα
      γενική των γοργοκίνητων των γοργοκίνητων των γοργοκίνητων
    αιτιατική τους γοργοκίνητους τις γοργοκίνητες τα γοργοκίνητα
     κλητική γοργοκίνητοι γοργοκίνητες γοργοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γοργοκίνητος < γοργο- + -κίνητος

  Επίθετο

επεξεργασία

γοργοκίνητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία