γοργοεπήκοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γοργοεπήκοος | η | γοργοεπήκοος & γοργοεπήκοη |
το | γοργοεπήκοο |
γενική | του | γοργοεπηκόου & γοργοεπήκοου |
της | γοργοεπηκόου & γοργοεπήκοης |
του | γοργοεπηκόου & γοργοεπήκοου |
αιτιατική | τον | γοργοεπήκοο | τη | γοργοεπήκοο & γοργοεπήκοη |
το | γοργοεπήκοο |
κλητική | γοργοεπήκοε | γοργοεπήκοε & γοργοεπήκοη |
γοργοεπήκοο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γοργοεπήκοοι | οι | γοργοεπήκοοι & γοργοεπήκοες |
τα | γοργοεπήκοα |
γενική | των | γοργοεπηκόων & γοργοεπήκοων |
των | γοργοεπηκόων & γοργοεπήκοων |
των | γοργοεπηκόων & γοργοεπήκοων |
αιτιατική | τους | γοργοεπηκόους & γοργοεπήκοους |
τις | γοργοεπηκόους & γοργοεπήκοες |
τα | γοργοεπήκοα |
κλητική | γοργοεπήκοοι | γοργοεπήκοοι & γοργοεπήκοες |
γοργοεπήκοα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγοργοεπήκοος, -η/-ος, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γοργοεπήκοος
|