Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλωσσοτομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γλωσσοτομί
α
οι
γλωσσοτομί
ες
γενική
της
γλωσσοτομί
ας
των
γλωσσοτομι
ών
αιτιατική
τη
γλωσσοτομί
α
τις
γλωσσοτομί
ες
κλητική
γλωσσοτομί
α
γλωσσοτομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλωσσοτομία
<
ελληνιστική κοινή
γλωσσοτομία
<
αρχαία ελληνική
γλῶσσα
+
τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλωσσοτομία
θηλυκό
(
λόγιο
) το
κόψιμο
(
τμήματος
) της
γλώσσας
, ως
πράξη
επιβολής
τιμωρίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλωσσοτομία