Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκρανκάσα οι γκρανκάσες
      γενική της γκρανκάσας
    αιτιατική την γκρανκάσα τις γκρανκάσες
     κλητική γκρανκάσα γκρανκάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γκρανκάσα (νούμερο 1) σε ένα σετ από τύμπανα

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρανκάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική grancassa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɾaŋˈka.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκραν‐κά‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρανκάσα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) μεγάλο τύμπανο με δυνατό μπάσο ήχο
    ※  Κι άξαφνα, «μπουμ, μπουμ», η γκρανκάσα της μπάντας έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουνε. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) μεγαλόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία