γκράπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκράπα | οι | γκράπες |
γενική | της | γκράπας | — | |
αιτιατική | την | γκράπα | τις | γκράπες |
κλητική | γκράπα | γκράπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκράπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική grappa
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɡɾa.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρά‐πα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκράπα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γκράπα στη Βικιπαίδεια