grappa
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grappa | grappe |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- grappa < πρωτογερμανική *krappō
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgrappa (it) θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- grappa < λομβαρδική grapa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgrappa (it) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- grappa - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).