Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιουχαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γιουχαρισμέν
ος
η
γιουχαρισμέν
η
το
γιουχαρισμέν
ο
γενική
του
γιουχαρισμέν
ου
της
γιουχαρισμέν
ης
του
γιουχαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
γιουχαρισμέν
ο
τη
γιουχαρισμέν
η
το
γιουχαρισμέν
ο
κλητική
γιουχαρισμέν
ε
γιουχαρισμέν
η
γιουχαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γιουχαρισμέν
οι
οι
γιουχαρισμέν
ες
τα
γιουχαρισμέν
α
γενική
των
γιουχαρισμέν
ων
των
γιουχαρισμέν
ων
των
γιουχαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
γιουχαρισμέν
ους
τις
γιουχαρισμέν
ες
τα
γιουχαρισμέν
α
κλητική
γιουχαρισμέν
οι
γιουχαρισμέν
ες
γιουχαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γιουχαρισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γιουχάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιουχαρισμένος