Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιουχαρισμένος η γιουχαρισμένη το γιουχαρισμένο
      γενική του γιουχαρισμένου της γιουχαρισμένης του γιουχαρισμένου
    αιτιατική τον γιουχαρισμένο τη γιουχαρισμένη το γιουχαρισμένο
     κλητική γιουχαρισμένε γιουχαρισμένη γιουχαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιουχαρισμένοι οι γιουχαρισμένες τα γιουχαρισμένα
      γενική των γιουχαρισμένων των γιουχαρισμένων των γιουχαρισμένων
    αιτιατική τους γιουχαρισμένους τις γιουχαρισμένες τα γιουχαρισμένα
     κλητική γιουχαρισμένοι γιουχαρισμένες γιουχαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

γιουχαρισμένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία