γιουτλανδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιουτλανδικός < Γιουτλάνδ(η) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝut.lan.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιουτ‐λαν‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγιουτλανδικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Γιουτλάνδη