Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιουβαρλάκι τα γιουβαρλάκια
      γενική
    αιτιατική το γιουβαρλάκι τα γιουβαρλάκια
     κλητική γιουβαρλάκι γιουβαρλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουβαρλάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yuvarlak
 
Ένα πιάτο γιουβαρλάκια.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουβαρλάκι ουδέτερο

  1. μείγμα από κιμά και ρύζι με σφαιρικό σχήμα
  2. (γαστρονομία, στον πληθυντικό) γιουβαρλάκια: το φαγητό από τέτοια σφαιρίδια με άσπρη σάλτσα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία