γιαουρτάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαουρτάδικο < γιαούρτ(ι) + -άδικο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.uɾˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ουρ‐τά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιαουρτάδικο ουδέτερο
- κατάστημα όπου πωλούνται γιαούρτια
- βιοτεχνία ή ατομική, οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής γιαουρτιού
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γιαούρτι