γιαουρτάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαουρτάς < γιαούρτ(ι) + -άς [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.uɾˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ουρ‐τάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιαουρτάς αρσενικό (θηλυκό γιαουρτού) [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γιαούρτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιαουρτάς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γιαουρτάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)