↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαγιαδίστικος η γιαγιαδίστικη το γιαγιαδίστικο
      γενική του γιαγιαδίστικου της γιαγιαδίστικης του γιαγιαδίστικου
    αιτιατική τον γιαγιαδίστικο τη γιαγιαδίστικη το γιαγιαδίστικο
     κλητική γιαγιαδίστικε γιαγιαδίστικη γιαγιαδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαγιαδίστικοι οι γιαγιαδίστικες τα γιαγιαδίστικα
      γενική των γιαγιαδίστικων των γιαγιαδίστικων των γιαγιαδίστικων
    αιτιατική τους γιαγιαδίστικους τις γιαγιαδίστικες τα γιαγιαδίστικα
     κλητική γιαγιαδίστικοι γιαγιαδίστικες γιαγιαδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιαγιαδίστικος < γιαγιαδίζω (κάνω σαν γιαγιά είτε είμαι είτε όχι) + -ίστικος (βλ. λεξικό Τριανταφυλλίδη)

  Επίθετο

επεξεργασία

γιαγιαδίστικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία