γιαβουκλούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαβουκλούς < γιαβουκλού + -ς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yavuklu
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.vuˈklus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐βου‐κλούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιαβουκλούς αρσενικό (θηλυκό γιαβουκλού)
- μνηστήρας, αρραβωνιαστικός
- αγαπητικός, γκόμενος
- ※ Είδα μες τους Ποδαράδες μια μικρή Πολίτισσα / γιαβουκλού μου να την κάνω εγώ την εζήτησα. (...) Σου το είπα και σ' το λέγω θέλω να 'χω εγώ πολλούς, / γιατί ένας σαν και σένα δε με φτάνει γιαβουκλούς. / Άφησε τους γιαβουκλούδες και πολλούς μην αγαπάς, / γιατί μες τους Ποδαράδες πέντε πιστολιές θα φας. (* στίχοι ρεμπέτικου τραγουδιού του Αντώνη Νταλγκά ή Διαμαντίδη)
- ※ Σμυρνιοπούλα μερακλού, κάνε εμένα γιαβουκλού (στίχος από το τραγούδι «Η Μαρίτσα η Σμυρνιά» του Δημήτρη Σέμση)