γεωπολιτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωπολιτισμός < γεω- + πολιτισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geoculture)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωπολιτισμός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωπολιτισμός