↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεροντική άνοια οι γεροντικές άνοιες
      γενική της γεροντικής άνοιας των γεροντικών ανοιών
    αιτιατική τη γεροντική άνοια τις γεροντικές άνοιες
     κλητική γεροντική άνοια γεροντικές άνοιες
συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεροντική άνοια < → δείτε τις λέξεις γεροντική και άνοια, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démence sénile[1])

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

γεροντική άνοια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άνοιαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)