γερμανοτσολιάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeɾ.ma.no.t͡soˈʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γερ‐μα‐νο‐τσο‐λιάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
γερμανοτσολιάς αρσενικό
- (ιστορία, μειωτικό) μέλος στα τάγματα ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τους γερμανούς ναζί στην περίδο της Κατοχής στην Ελλάδα
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για συνεργάτη των Γερμανών ή ξένου κατακτητή με δράση προδοτική ή βλαπτική για την Ελλάδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- συνεργάτης (στην κακόσημη σημασία)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεργάτης με συνθετικό γερμανός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γερμανοτσολιάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας