ταγματασφαλίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταγματασφαλίτης αρσενικό
- μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας (ή Ταγμάτων Ευζώνων), στρατιωτικής δομής που έδρασε επί γερμανικής Κατοχής στο πλευρό των κατακτητών
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταγματασφαλίτης
|