γαϊτανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαϊτανάς αρσενικό
- (δημοτική, παρωχημένο) (θηλυκό γαϊτανού)
- (στρατιωτική αργκό, παρωχημένο) ο δεκανέας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαϊτανάς
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .