Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαϊτανάς οι γαϊτανάδες
      γενική του γαϊτανά των γαϊτανάδων
    αιτιατική τον γαϊτανά τους γαϊτανάδες
     κλητική γαϊτανά γαϊτανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊτανάς < γαϊτάν(ι) + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαϊτανάς αρσενικό

  1. (δημοτική, παρωχημένο) (θηλυκό γαϊτανού)
    1. αυτός που κατασκευάζει ή/και πουλάει γαϊτάνια
    2. αυτός που διακοσμεί ρούχα με γαϊτάνια
       συνώνυμα: (καθαρεύουσα) λωματοποιός
    3. που φοράει ρούχα με πολλά στολίσματα
  2. (στρατιωτική αργκό, παρωχημένο) ο δεκανέας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία