γαϊδουροκαλόκαιρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣai.ðu.ro.kaˈlo.ce.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαϊ‐δου‐ρο‐κα‐λό‐και‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαϊδουροκαλόκαιρο ουδέτερο
- (οικείο) καλοκαίρι με θερμοκρασίες μεγαλύτερες από τις συνήθεις
- (οικείο) καλοκαιρία κατά την περίοδο του τέλους Οκτωβρίου
- ※ Συνεπές στο ραντεβού του το καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου ή «γαϊδουροκαλόκαιρο» τις πρώτες ημέρες της επόμενης εβδομάδας με αισθητή κατά τόπους άνοδο της θερμοκρασίας! (www.lifo.gr, 18.10.2022)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοκαιρία κατά την περίοδο του τέλους Οκτωβρίου
|