↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαργαλεμένος η γαργαλεμένη το γαργαλεμένο
      γενική του γαργαλεμένου της γαργαλεμένης του γαργαλεμένου
    αιτιατική τον γαργαλεμένο τη γαργαλεμένη το γαργαλεμένο
     κλητική γαργαλεμένε γαργαλεμένη γαργαλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαργαλεμένοι οι γαργαλεμένες τα γαργαλεμένα
      γενική των γαργαλεμένων των γαργαλεμένων των γαργαλεμένων
    αιτιατική τους γαργαλεμένους τις γαργαλεμένες τα γαργαλεμένα
     κλητική γαργαλεμένοι γαργαλεμένες γαργαλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαργαλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαργαλεύω

γαργαλεμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη γαργαλημένος