γαλαντομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλαντομία < γαλαντόμος + -ία < βενετική galantomo < ιταλική galantuomo < galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλαντομία θηλυκό
- το να είναι κάποιος γαλαντόμος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του γαλαντόμου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλαντομία
|