γαλακτοτροφούσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλακτοτροφούσα < μεσαιωνική ελληνική γαλακτοτροφῶ[1] < γαλακτοτρόφος[2] < αρχαία ελληνική γάλα + τρέφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλακτοτροφούσα θηλυκό
- (αγιογραφία, χριστιανισμός) εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου στον οποίο απεικονίζεται να θηλάζει το θείο βρέφος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλακτοτροφούσα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαλακτοτροφώ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ γαλακτοτρόφος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)