βύλαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βύλαρος | οἱ | βύλαροι | ||||
γενική | τοῦ | βυλάρου | τῶν | βυλάρων | ||||
δοτική | τῷ | βυλάρῳ | τοῖς | βυλάροις | ||||
αιτιατική | τὸν | βύλαρον | τοὺς | βυλάρους | ||||
κλητική ὦ! | βύλαρε | βύλαροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βυλάρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βυλάροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύλαρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύλαρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (έντομο) είδος σκαθαριού
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Panarion (Adversus Haereses), 40.3.3, @scaife.perseus
- εὕρομεν γὰρ καὶ παρὰ τοῖς καλουμένοις φυσιολόγοις, μᾶλλον δὲ ἡμεῖς αὐτοὶ ὁρῶμεν, ὡς τὸ τῶν κανθάρων γένος τὸ παρά τισι βυλάρων καλούμενον, συνήθειαν ἔχει ἐν τῇ δυσωδίᾳ καὶ κόπρῳ ἀνακυλίεσθαι·
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Panarion (Adversus Haereses), 40.3.4, @scaife.perseus
- καὶ μελίσσαις μὲν αὕτη ἡ κόπρος καὶ δυσωδία θάνατος, βυλάροις δέ ἐστιν ἐργασία κοὶ τροφὴ καὶ πραγματεία.
- ≈ συνώνυμα: κάνθαρος
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Panarion (Adversus Haereses), 40.3.3, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- βύλαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.