βρογχοϋπεζωκοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρογχοϋπεζωκοτικός < βρόγχος + -ο- + υπεζωκοτικός
Επίθετο επεξεργασία
βρογχοϋπεζωκοτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βρόγχος και υπεζωκότας
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρογχοϋπεζωκοτικός
|