Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρογχοκυψελιδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βρογχοκυψελιδικ
ός
η
βρογχοκυψελιδικ
ή
το
βρογχοκυψελιδικ
ό
γενική
του
βρογχοκυψελιδικ
ού
της
βρογχοκυψελιδικ
ής
του
βρογχοκυψελιδικ
ού
αιτιατική
τον
βρογχοκυψελιδικ
ό
τη
βρογχοκυψελιδικ
ή
το
βρογχοκυψελιδικ
ό
κλητική
βρογχοκυψελιδικ
έ
βρογχοκυψελιδικ
ή
βρογχοκυψελιδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βρογχοκυψελιδικ
οί
οι
βρογχοκυψελιδικ
ές
τα
βρογχοκυψελιδικ
ά
γενική
των
βρογχοκυψελιδικ
ών
των
βρογχοκυψελιδικ
ών
των
βρογχοκυψελιδικ
ών
αιτιατική
τους
βρογχοκυψελιδικ
ούς
τις
βρογχοκυψελιδικ
ές
τα
βρογχοκυψελιδικ
ά
κλητική
βρογχοκυψελιδικ
οί
βρογχοκυψελιδικ
ές
βρογχοκυψελιδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρογχοκυψελιδικός
<
βρόγχος
+
-ο-
+
κυψελίδα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βρογχοκυψελιδικός
που αφορά τους
βρόγχους
και τις
κυψελίδες
του
πνεύμονα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βρόγχος
και
κυψέλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρογχοκυψελιδικός