γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βριάων βριάουσ τὸ βριάον
      γενική τοῦ βριάοντος τῆς βριαούσης τοῦ βριάοντος
      δοτική τῷ βριάοντ τῇ βριαούσ τῷ βριάοντ
    αιτιατική τὸν βριάοντ τὴν βριάουσᾰν τὸ βριάον
     κλητική ! βριάων βριάουσ βριάον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βριάοντες αἱ βριάουσαι τὰ βριάοντ
      γενική τῶν βριαόντων τῶν βριαουσῶν τῶν βριαόντων
      δοτική τοῖς βριάουσῐ(ν) ταῖς βριαούσαις τοῖς βριάουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς βριάοντᾰς τὰς βριαούσᾱς τὰ βριάοντ
     κλητική ! βριάοντες βριάουσαι βριάοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βριάοντε τὼ βριαούσ τὼ βριάοντε
      γεν-δοτ τοῖν βριαόντοιν τοῖν βριαούσαιν τοῖν βριαόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βριάων, -ουσα, -ον χωρίς συνηρημένο τύπο