βριάων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βριάων | ἡ | βριάουσᾰ | τὸ | βριάον |
γενική | τοῦ | βριάοντος | τῆς | βριαούσης | τοῦ | βριάοντος |
δοτική | τῷ | βριάοντῐ | τῇ | βριαούσῃ | τῷ | βριάοντῐ |
αιτιατική | τὸν | βριάοντᾰ | τὴν | βριάουσᾰν | τὸ | βριάον |
κλητική ὦ! | βριάων | βριάουσᾰ | βριάον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | βριάοντες | αἱ | βριάουσαι | τὰ | βριάοντᾰ |
γενική | τῶν | βριαόντων | τῶν | βριαουσῶν | τῶν | βριαόντων |
δοτική | τοῖς | βριάουσῐ(ν) | ταῖς | βριαούσαις | τοῖς | βριάουσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | βριάοντᾰς | τὰς | βριαούσᾱς | τὰ | βριάοντᾰ |
κλητική ὦ! | βριάοντες | βριάουσαι | βριάοντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βριάοντε | τὼ | βριαούσᾱ | τὼ | βριάοντε |
γεν-δοτ | τοῖν | βριαόντοιν | τοῖν | βριαούσαιν | τοῖν | βριαόντοιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαβριάων, -ουσα, -ον χωρίς συνηρημένο τύπο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βριάω
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 5
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει,
- Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 5