Ετυμολογία

επεξεργασία
βριάω < λείπει η ετυμολογία

βριάω, μόνο στον ενεστώτα, χωρίς συνηρημένο τύπο (ελλειπτικό ρήμα)

  • κάνω κάποιον δυνατό ή γίνομαι δυνατός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 5
    ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει,
    Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 447 (445-447)
    βουκολίας δὲ βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | ποίμνας τ᾽ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ᾽ ἐθέλουσα, | ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν.
    Και τα κοπάδια των βοδιών και τις πλατιές αγέλες των γιδιών | και των πυκνόμαλλων αρνιών τα ποίμνια, αν στην καρδιά το θέλει, | πλήθος τα κάνει από λίγα κι από πολλά τα λιγοστεύει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία