βρεφοκρατούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρεφοκρατούσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρεφοκρατοῦσα [1]< ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής βρεφοκρατῶν του ρήματος βρεφοκρατέω[2] < βρέφος + μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κρατέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρεφοκρατούσα θηλυκό
- (αγιογραφία, χριστιανισμός) εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου στον οποίο απεικονίζεται να κρατάει το θείο βρέφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρεφοκρατούσα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βρεφοκρατοῦσα σελ.190, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ βρεφοκρατέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- βρεφοκρατούσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βρεφοκρατούσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)