βραχμανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχμανισμός < βραχμάνος + -ισμός, (λόγιο δάνειο) γαλλική brahmanisme < ελληνιστική κοινή Βραχμάν[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾax.ma.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βραχ‐μα‐νι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : βρα‐χμα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βραχμανισμός αρσενικό
- (ινδουισμός) η θρησκεία των βραχμάνων
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχμανισμός
επεξεργασία
- ↑ βραχμανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.