Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾax.ma.niˈzmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βραχ‐μα‐νι‐σμό
παλιότερος συλλαβισμός: βρα‐χμα‐νι‐σμό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βραχμανισμό αρσενικό