↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδιανός η βραδιανή το βραδιανό
      γενική του βραδιανού της βραδιανής του βραδιανού
    αιτιατική τον βραδιανό τη βραδιανή το βραδιανό
     κλητική βραδιανέ βραδιανή βραδιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδιανοί οι βραδιανές τα βραδιανά
      γενική των βραδιανών των βραδιανών των βραδιανών
    αιτιατική τους βραδιανούς τις βραδιανές τα βραδιανά
     κλητική βραδιανοί βραδιανές βραδιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραδιανός < βράδ(υ) + -ιανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾa.ðʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐δια‐νός
παρώνυμο: βαρδιάνος

  Επίθετο

επεξεργασία

βραδιανός, -ή, -ό

  1. (λογοτεχνικό) που έχει σχέση με το βράδυ, βραδινός
    ※  Τὸ βραδιανὸ τὸ φῶς του ... ἀνάβει ὁ Ἀποσπερίτης. (Τὰ Γεωργικὰ τοῦ Βεργίλου, μεταφρασμένα ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Θεοτόκη, Τυβίγγη, Τυπογραφεῖο τοῦ Ἑρρίκου Ἀλούπη, Νεωτέρου, 1909)
  2. που έχει σχέση με το ομώνυμο σταφύλι
    βραδιανό κρασί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία